κατέχοντες

κατέχοντες
κατέχω
hold fast
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • хорват — мн. ы, др. русск. хървати – название вост. слав. племени близ Перемышля (Пов. врем. лет; см. Ягич, AfslPh 11, 307; Барсов, Очерки 70), греч. местн. нн. Χαρβάτι – в Аттике, Арголиде (Фасмер, Slaven in Griechen. 319), сербохорв. хр̀ва̑т, ср. греч.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • TAPROBANE — ZEILAN, teste Fo. Barriô cum Varrerio, insul. magna maris Indici intra Gengem contra Cory promontor. (non Sumatra, ut Mercator ait, longe in ortum distans, cum Ptol. illam apud Cory promontor. Indiae citerioris describat) cuius ambitus 2000. mill …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κυανίζω — (AM κυανίζω) [κύανος] 1. αποκλίνω προς το κυανό χρώμα, φαίνομαι σκουρογάλαζος («τὸ κυανίζον τοῡ ἴου», Γρηγ. Νύσσ.) 2. πάσχω από κυάνωση («οἱ τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσοῡντες... ἱματίων ῥάκη κυανιζόντων κατέχοντες», Ιωάνν. Χρύσ.) …   Dictionary of Greek

  • ποδεών — ῶνος, ο, ΝΑ και δωρ. τ. ποδάων, Α καθεμιά από τις κάτω γωνίες τετράγωνου ιστίου («καὶ ταῑς χερσὶ τοὺς ποδεῶνας κατέχοντες», Λουκιαν.) αρχ. 1. το άκρο τής δοράς, τού δέρματος από πόδι ζώου («ὑπὲρ νώτοιο καὶ αὐχένος ᾐωρεῑτο ἄκρων δέρμα λέοντος… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”